σκεπτόμενος

σκεπτόμενος
σκέπτομαι
look
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • SCEPTICI — Graece Σκεπτικοὶ Philosophi iidem cum Pyrrhoniis fuêre. Ita enim a. Gellius l. 11. c. 5. Quos Pyrrhonios Philosophos vocamus, ii Graecô cognomine Σκεπτικοὶ appellantur. Id ferme significat, quasi Quaesitores et Consideratores. Nihil enim decernum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βορβορόθυμος — βορβορόθυμος, ον (Α) ο βρομερά σκεπτόμενος …   Dictionary of Greek

  • εννοητής — ἐννοητής, ο (Α) [εννοώ] ο σκεπτόμενος, ο διαλογιζόμενος, ο εννοών …   Dictionary of Greek

  • θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… …   Dictionary of Greek

  • ιερόφρων — ἱερόφρων, ὁ, ἡ (Μ) ο ιερά σκεπτόμενος, αυτός που κάνει ιερές σκέψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ό) * + φρων (< φρην), πρβλ. κραταιό φρων, ματαιό φρων] …   Dictionary of Greek

  • μηχανία — μηχανία, ἡ (ΑΜ, Α ποιητ. τ. μηχανίη, Μ και μηχανιά) δόλος, πανουργία, απάτη, τέχνασμα, παγίδα μσν. φρ. «μπαίνω εἰς μηχανίαν μετά τινος» σχεδιάζω κάτι με κάποιον ή κάνω συμφωνία με κάποιον σκεπτόμενος πονηρά ή υστερόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή +… …   Dictionary of Greek

  • πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… …   Dictionary of Greek

  • σκεπτικός — ή, ό / σκεπτικός, ή, όν, ΝΑ, και σκεφτικός, ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [σκέπτομαι / σκέφτομαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκέψη ή στον σκεπτικισμό 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σκεπτικοί (φιλοσ.) φιλόσοφοι τής αρχαιότητας, όπως ο Πύρρων ο… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστής — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. σκεπτόμενος άνθρωπος, αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα τής ζωής και τής ιστορίας, διανοητής (μσν. αρχ.) 1. αυτός που εικάζει, που προβλέπει κάτι, οξυδερκής (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», Ιώσ. β. «τῶν… …   Dictionary of Greek

  • στοχαστικός — ή, ό / στοχαστικός, ή, όν, ΝΑ [στοχαστής] νεοελλ. 1. αυτός που χαρακτηρίζεται από περίσκεψη και σωφροσύνη, συνετός («στοχαστικά λόγια») 2. (για πρόσ.) βαθιά σκεπτόμενος, προσεκτικός, αυτός που μιλάει και ενεργεί με περίσκεψη («στοχαστικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”